Μοσχομυριστές ζωές
Ο ήλιος τρύπωνε με δυσκολία στο παλιό διαμέρισμα του έβδομου ορόφου. Ο ελληνικός καφές άχνιζε μες το φλιτζάνι, η μουσική έπαιζε απαλά στα ηχεία κι από το μπαλκόνι ακουγόταν το κελάηδισμα του καναρινιού. Η Στέλλα ξάπλωνε στον καναπέ με τα πόδια ψηλά και τα μαύρα, κυματιστά μαλλιά της να πέφτουν και ν’ ακουμπούν στο πάτωμα. Απορροφημένη καθώς ήταν απ’ τις σελίδες του μικρού βιβλίου δεν άκουσε τα βήματα της γιαγιάς που κόντευε να φτάσει. «Μωρέ Στελλίτσα μου δεν πας ν’ αγοράσεις σάλτσα; Δεν έχουμε για το φαγητό». «Να τελειώσω το κεφάλαιο και πηγαίνω». Η Στέλλα ήταν τριανταπέντε χρονών και ζούσε στο κέντρο της Αθήνας μαζί με τη γιαγιά Σαπφώ. Εκείνη την είχε μεγαλώσει μιας κι η μάνα της πέθανε νωρίς. Τον πατέρα της δε τον γνώρισε. Ήταν «αγνώστου πατρός» όπως έλεγαν εκείνα τα χρόνια. Μα η μάνα της όλα της τα ‘χε πει, για ‘κεινον τον έρωτα τον σύντομο και πολύ παθιασμένο, μ’ έναν άντρακλα ψηλό που μόλις άκουσε για την εγκυμοσύνη έγινε Λούης. Δεν του κράτησε κακία, του αναγνώρισε το δικ