Μοσχομυριστές ζωές

 


Ο ήλιος τρύπωνε με δυσκολία στο παλιό διαμέρισμα του έβδομου ορόφου. Ο ελληνικός καφές άχνιζε μες το φλιτζάνι, η μουσική έπαιζε απαλά στα ηχεία κι από το μπαλκόνι ακουγόταν το κελάηδισμα του καναρινιού. Η Στέλλα ξάπλωνε στον καναπέ με τα πόδια ψηλά και τα μαύρα, κυματιστά μαλλιά της να πέφτουν και ν’ ακουμπούν στο πάτωμα. Απορροφημένη καθώς ήταν απ’ τις σελίδες του μικρού βιβλίου δεν άκουσε τα βήματα της γιαγιάς που κόντευε να φτάσει.

«Μωρέ Στελλίτσα μου δεν πας ν’ αγοράσεις σάλτσα; Δεν έχουμε για το φαγητό».

«Να τελειώσω το κεφάλαιο και πηγαίνω».

Η Στέλλα ήταν τριανταπέντε χρονών και ζούσε στο κέντρο της Αθήνας μαζί με τη γιαγιά Σαπφώ. Εκείνη την είχε μεγαλώσει μιας κι η μάνα της πέθανε νωρίς. Τον πατέρα της δε τον γνώρισε. Ήταν «αγνώστου πατρός» όπως έλεγαν εκείνα τα χρόνια. Μα η μάνα της όλα της τα ‘χε πει, για ‘κεινον τον έρωτα τον σύντομο και πολύ παθιασμένο, μ’ έναν άντρακλα ψηλό που μόλις άκουσε για την εγκυμοσύνη έγινε Λούης. Δεν του κράτησε κακία, του αναγνώρισε το δικαίωμα να μην θέλει να γίνει πατέρας. Όμως αυτή το ‘θελε το παιδί του κι ήτανε όσο δυνατή χρειαζόταν για να καταφέρει να τη μεγαλώσει μοναχή της. Όχι παντελώς μόνη μιας και πάντοτε είχε τη βοήθεια των παππούδων. Η Σαπφώ κι ο Νώντας, δυο αρχοντάνθρωποι, ηλικιωμένοι, μορφωμένοι κι ανοιχτόμυαλοι. Δασκάλα εκείνη δικηγόρος αυτός. Δέχτηκαν το εγγόνι με χαρά και σε κάθε κακία του κοσμάκη έμπαιναν ασπίδα προστατεύοντάς τες. Μα η μοίρα ήθελε η μάνα της Στέλλας να φύγει νωρίς. Δυο χρόνια είχε που τους άφησε κι ο Νωντάκος. Μαζί του σώπασε και το πικάπ. Το βάλανε μια δυο φορές να παίξει μα πλάνταξαν στο κλάμα και δεν το επιχείρησαν άλλη φορά.

Βγήκε στη γειτονιά με το φουστάνι το λευκό και τα πέδιλα με το τακουνάκι. Έτσι ήτανε πάντοτε η Στέλλα, έκανε θόρυβο με την παρουσία της δίχως να το αντιλαμβάνεται. Δεν έβλεπε τα βλέμματα που ‘πεφταν πάνω της, δεν έδινε σημασία στο φλερτ σα να μη την ενδιέφερε ή σα να ‘ταν χαμένη στις σκέψεις της. Σαν αερικό περπατούσε στ’ Αθηναϊκά στενά, έπαιρνε αυτά που ‘θελε από το μπακάλικο και γύριζε πίσω. Του τρέχανε τα σάλια του κυρ Σωτήρη, η γυναίκα του τον σκουντούσε, η κόρη του τον αγριοκοίταζε. Μα η Στελλίτσα έπαιρνε τη σακούλα και τους χαιρετούσε ευγενικά.

Είχε δυο τρεις σχέσεις στη ζωή της μα μόλις έπαιρνε πρέφα τον χαλκά που πήγαιναν να της φορέσουν έφευγε. Κανέναν δεν ήθελε να ‘χει πάνω στο κεφάλι της να της επιβάλλεται και να της ζητά όσα «πρέπει» μια γυναίκα να δίνει. Είχε το σπιτάκι της, τη Σαπφώ της, τα βιβλία της , το καναρίνι της. Είχε την ηρεμία της με λίγα λόγια. Στη δουλειά την τσιγκλούσανε κάθε μέρα οι άλλες νοσοκόμες. «Για δεν παντρεύεσαι  Στελλίτσα; Τα χρόνια περνάνε και ποιος θα σε πάρει; Και παιδιά; Δεν θα μπορείς να κάνεις σε λίγο παιδιά καημένη», της είπε ένα πρωί με τον καφέ η Ζωζώ. Μα αντί να της απαντήσει η Στέλλα γέλασε κι έφυγε για τους ασθενείς. Που να το ‘ξερε η τέλεια μάνα και νοικοκυρά η Ζωζώ πως ο άντρας της  πηδιόταν με την προϊσταμένη.  

Αυτό που δεν μπορούσε ν’ αντέξει η Στέλλα ήταν η αδικία. Όταν έβλεπε κάποιος ν’ αδικείται κι ιδιαίτερα αν ήταν ανήμπορος ή κατώτερος κοινωνικά γινόταν έξω φρενών. Θαρρείς κι όλη της η προσοχή στρεφόταν μονάχα σε τέτοια περιστατικά, μόνο η υπεράσπιση των αδυνάτων μπορούσε να της κινήσει το ενδιαφέρον. Τότε λοιπόν, ένιωθε το αίμα της να βράζει, η ανάσα της γινότανε γρήγορη και κοφτή, οι παλμοί της ανέβαιναν ενώ καμιά φορά τα μάτια της έτσουζαν από την πίεση.  Όπως τότε που ένας ηλικιωμένος ζητιάνευε έξω από μια εκκλησία κι ένας νεαρός άντρας τον σκούντηξε γιατί εμπόδιζε το δρόμο του. Το είδε αυτό η Στέλλα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, έτρεξε και τον άρπαξε απ’ τον ώμο.

«Θα μπορούσε να ‘ναι πατέρας σου!»

«Άσε μας κυρά μου. Έχε χάρη που είσαι γυναίκα».

Γυρνούσε στο σπίτι, τα ‘λεγε στη Σαπφώ κι έκλαιγε.

«Βρε κορίτσι μου, δεν σου ‘χω πει να μην μιλάς; Καμιά μέρα θα μου ‘ρθεις μαυρισμένη στο ξύλο. Δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο παιδί μου».

Μα ο οργανισμός της Στέλλας δε την χωρούσε την αδικία. Αν έβλεπε άνθρωπο να υποφέρει άλλαζε μεμιάς και το γαλήνιο, απ’ αλλού φερμένο παρουσιαστικό της γινότανε μεμιάς κάτι άλλο. Μια γυναίκα με φλέβες που πετάγονταν στο μέτωπο, βλέμμα άγριο, τρομακτικό. Μπορεί οι παππούδες κι η μαμά της να την προστάτευαν όσο περνούσε από το χέρι τους όμως εκείνη τ’ άκουγε όλα. Και τους ψιθύρους άκουγε και τα βλέμματα αηδίας έβλεπε. Στο σχολείο τη φωνάζανε μπάσταρδο. Κι όταν ζήτησε να μάθει που άκουσαν αυτή τη λέξη τα παιδάκια απάντησαν πως έτσι την αποκαλούσαν οι γονείς τους. Η κόρη της Ελένης, το μπάσταρδο. Κι ένα πρωί που η μάνα της ήρθε στο σχολείο να ενημερωθεί για την πρόοδό της από το δάσκαλο τους είδε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Εκείνος την είχε κολλήσει πάνω στον πίνακα κι αυτή τον έσπρωχνε.

«Έλα τώρα, μη μου κάνεις τη δύσκολη».

«Άσε με θα φωνάξω» είπε η μάνα της σιγανά. Του ‘σπρωξε με δύναμη το πρόσωπο και ξέφυγε απ’ τα χέρια του.

«Πουτάνα!» άκουσε η Στέλλα την οργισμένη φωνή του κι έτρεξε να κρυφτεί μη καταλάβει η μάνα πως τα είδε όλα. Έτσι μεγάλωνε, με πολλή αγάπη στο σπίτι και πολύ μίσος στον έξω κόσμο. Σα να τους είχε κάνει μεγάλο κακό που δεν είχε πατέρα. Σα να ‘τανε κάτι σάπιο που βρωμούσε μέσα στις μοσχομυριστές ζωές τους.  Μεγάλωσε κι έμαθε πως η γνώμη του κόσμου δεν είχε καμιά σημασία, γι’ αυτό την αγνοούσε πλήρως . Μεγάλωσε κι έγινε δώδεκα κι ο ζαχαροπλάστης της γειτονιάς έχωσε ένα πρωί το χέρι του κάτω απ’ το λουλουδάτο φουστάνι της. Τον κλώτσησε δυνατά κι έτρεξε να κρυφτεί στο πάρκο της γειτονιάς της, εκεί που έπαιζε μ’ αυτούς που ήταν ίδιοι μ’ εκείνη. Απόβλητοι της κοινωνίας. Ήταν κι αυτά παιδιά ενός κατώτερου Θεού γιατί κατάγονταν απ’ άλλες χώρες και κανένας γονιός δεν άφηνε τα πολύτιμα τέκνα του να παίξουν μαζί τους. Λες και μια μόλυνση θα ‘μπαινε στα σπίτια τους τ’ αμόλυντα.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια κι η Στέλλα απομονώθηκε για να μην αηδιάζει. Η Σαπφώ χρυσή την έκανε να βγει, να ζήσει και να διασκεδάσει. Μα έπαιρνε πάντα την ίδια απάντηση.

«Εδώ περνάω καλύτερα».

Ένα πρωί στο μετρό δίπλα της καθόταν ένας άντρας συνομήλικος της, σκουρόχρωμος και νυσταγμένος. Ξαφνικά ένας ηλικιωμένος στάθηκε από πάνω του.

«Σήκω να καθίσω! Σήκω που κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Σας ταΐζουμε και δεν σέβεστε τίποτε!»

Ο νέος άντρας έκανε να σηκωθεί, όμως η Στέλλα τον πρόλαβε.

«Έλα να καθίσεις εδώ» είπε στον ηλικιωμένο ενώ σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε ευθεία στα μάτια.

«Έλα να καθίσεις εδώ, αφού είναι αυτό το πρόβλημά σου».

Σιγή ιχθύος έπεσε μέσα στο βαγόνι. Τ’ όνομα της επόμενης στάσης ακούστηκε απ’ τα μεγάφωνα και τότε η Στέλλα άρπαξε απ’ το χέρι τον νέο άντρα και κατέβηκαν μαζί.

«Αν δε βιάζεσαι κερνάω τσιγάρο» .

Κάπνισαν σιωπηλοί κάτω απ’ τον χειμωνιάτικο ήλιο κάπου μες την πολύβουη πόλη.

«Ευχαριστώ» είπε ο άντρας πριν αποχωριστούν και της έσφιξε το χέρι. Έτσι περνούσε ο καιρός κι όλα της φαίνονταν χειρότερα κι όλο κλεινόταν στον εαυτό της. Δεν ήθελε πια ούτε στο μετρό να μπαίνει, δεν άντεχε όλη αυτή την ανεξήγητη κακία. Άρχισε να μαζεύει λεφτά, θ’ αγόραζε ένα μικρό αυτοκινητάκι. Καλύτερα ν’ ανεχόταν την κίνηση παρά όλους αυτούς.

Ήτανε αρχές της Άνοιξης που ήρθε στο νοσοκομείο μια γυναίκα Ρομά με βαριά τραύματα. Ήταν σύνηθες το φαινόμενο και καμιά δεν παραδεχόταν την αλήθεια. Η κόρη της, ένα κορίτσι γύρω στα δεκατρία κοιμόταν κάθε νύχτα στο πλάι της. Ένα πλάσμα αγγελικό, με τα σκούρα της μαλλιά να φτάνουν στη μέση και δυο γαλανά, έξυπνα μάτια. Η Στέλλα την είχε στο νου της και της πήγαινε φαγητό από το κυλικείο. Τις νύχτες που εφημέρευε έκαναν παρέα, κουβέντιαζαν και γελούσαν. Κι η ψυχή της πονούσε όταν η μικρή της έλεγε με σιγουριά πως το πολύ σε δυο χρόνια πρέπει να παντρευτεί. Μια νύχτα η Στέλλα αγόρασε δυο σοκολατίνες και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο με σκοπό να την  γλυκάνει. Δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό που θ’ αντίκριζε, όσα κι αν είχε δει στη ζωή της. Στο κρεβάτι η μητέρα ήταν παραδομένη σε ύπνο βαθύ. Άλλος ασθενής δεν υπήρχε στο θάλαμο. Δίπλα της καθόταν σε μια καρέκλα το παιδί και δίπλα του ο γιατρός. Ήταν σκυμμένος πάνω της με το χέρι του μέσα απ΄ τη μπλούζα της έτσι που αν κάποιος δεν έβλεπε τον τρόμο στο βλέμμα του κοριτσιού δεν θα καταλάβαινε τι γινόταν. Η Στέλλα έκανε νόημα στη μικρή να σωπάσει. Ακούμπησε τα γλυκά σε μια καρέκλα κι έκανε δυο βήματα βγάζοντας αργά, με σιγανές κινήσεις τη ζώνη της. Ο γιατρός εκστασιασμένος δεν πήρε είδηση την παρουσία της.

«Σ’ αρέσει;» τον άκουσε να ρωτάει την κοπέλα.

Η Στέλλα ξανάκανε νόημα στη μικρή, κοιτώντας τη με βλέμμα έντονο, να μη μιλήσει. Τότε με μια κίνηση αστραπιαία τύλιξε επιδέξια τη ζώνη γύρω από τον αντρικό λαιμό και την έσφιξε με όλη της τη δύναμη. Έσφιγγε, έσφιγγε και δεν έλεγε να τον αφήσει όσο κι αν αυτός πάλευε. Έσφιγγε κι από τα μάτια της περνούσαν χέρια αντρικά που ακουμπούσαν κορμιά γυναικεία χωρίς άδεια, έσφιγγε κι η λέξη μπάσταρδο ηχούσε επαναλαμβανόμενα στ’ αυτιά της, έσφιγγε κι όσοι την αηδίαζαν περνούσαν μπροστά απ’ τη ματιά της.

Ο γιατρός σωριάστηκε στο πάτωμα. Έκανε νόημα στη μικρή να φύγει κι εκείνη φόρεσε τη ζώνη της κι επέστρεψε στη δουλειά της. Ύστερα κάλεσε την αστυνομία και στην κατάθεσή της είπε πως δεν είχε ακούσει κάποιο θόρυβο μα κάποια στιγμή είδε τον άντρα της γυναίκας  στο διάδρομο.


Γράφει η Φρόσω Αποστόλου

Σχόλια