Λευκές σελίδες



Οι λευκές σελίδες δε γεμίζουν εύκολα. Κάθεται στην ξύλινη καρέκλα και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ο καιρός είναι μουντός, πάχνη καλύπτει το οπτικό του πεδίο. Είναι μόλις έξι το πρωί. Οι δρόμοι είναι άδειοι, οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από τη γλύκα του σκεπάσματος και να ξεκινήσουν για τις δουλειές τους. Πάντοτε φανταζόταν τα πόδια των ανθρώπων που πηγαίνουν για δουλειά, δεμένα με αλυσίδες οι οποίες έσερναν πίσω τους δυο μεγάλα βαρίδια.  Απ’ όσους  γνώρισε στα τριάντα-επτά του χρόνια ελάχιστοι ασκούσαν το επάγγελμα που αγαπούσαν. Για να το καταφέρουν θυσίασαν την επικοινωνία με τάχα-αγαπημένους ανθρώπους. Είναι εκείνοι  που όταν καταλάβουν πως δεν εμπίπτεις στα δικά τους δεδομένα, δεν μπαίνεις στο μαντρί με τα υπόλοιπα πρόβατα σε κάνουν πέρα σα να κουβαλάς βαριά κατάρα. 
Ούτε οι δικοί του γονείς κατάφεραν ποτέ να χωνέψουν πως έγραφε και πως ήθελε ν’ ασχοληθεί εξ’ ολοκλήρου με τις ιστορίες που έπλαθε. Δεν καταλάβαιναν την έκσταση που του προκαλούσε η μυρωδιά του βιβλίου, δεν καταλάβαιναν γιατί ξυπνούσε μες τη νύχτα, γιατί κλεινόταν με τις ώρες στο γραφείο του. Και φυσικά δεν καταλάβαιναν τι έκανε. Τι αγώνα έδινε. Ούτε πως είχε στήσει εμπρός του μια νοερή σκάλα και κάθε μέρα ανέβαινε ένα σκαλοπάτι. 
Μάλλον οι συγγραφείς φαντάζουν αλλοπαρμένοι στα μάτια ορισμένων ακόμη και σήμερα, αναλογίστηκε καθώς έστριβε τσιγάρο. Ξαφνικά οι τοίχοι τον έπνιξαν, η λευκή σελίδα τον περιγελούσε. Φόρεσε παλτό κι ένα ζευγάρι γάντια κι εξαφανίστηκε. Περπάτησε για ώρες κι άθελα του, ίσως κι ηθελημένα του ήρθαν στο νου διάφορες στιγμές του παρελθόντος. Ήταν έν’ απομεσήμερο όταν ο πατέρας του εισέβαλλε στο χώρο του απρόσκλητος. Είχε και τότε μια λευκή σελίδα μπροστά του ενώ μέσα του ένας χείμαρρος ανέμενε να ξεχυθεί. Ήτανε μόλις είκοσι χρονών. Πρωτοερωτευόταν, πρωτοαδικούνταν, πρωτοεξοργιζόταν. Ζούσε το ξεκίνημα ενός μεγάλου κι ανατρεπτικού περιπάτου. Μόλις πρόλαβε να πιει μια γουλιά απ’ τον ζεστό καφέ του όταν άκουσε τη φωνή του γέρου του.
«Σήκω ρε από την καρέκλα, όλη τη μέρα κολλημένος μπροστά σε αυτό το μαραφέτι. Σήκω να πάμε στο γήπεδο, να δούμε ποδόσφαιρο σαν άντρες».
Ένιωθε εξαντλημένος για να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί του. Ένιωθε απογοητευμένος και βαθιά θλιμμένος που ο πατέρας του έδιωξε εκείνο τον χείμαρρο που ‘τανε έτοιμος να ξεχυθεί. 
«Αν ήξερες πατέρα τι πολύτιμη στιγμή διέλυσες για να με κάνεις άντρα…»
Μα τελικά το γήπεδο ήταν ένα μάθημα για ‘κεινον. Ένα αηδιαστικό και συνάμα ωφέλιμο μάθημα. Μίσος, φανατισμός, αλκοολισμός, ναρκωτικά και κουστουμαρισμένοι πίσω από βιτρίνες που πλούτιζαν στις πλάτες του απλού και άμυαλου λαού. Κοίταξε ολόγυρα κι υποσχέθηκε πως τούτη την παράνοια θα την έλιωνε με την πένα του.
Η θλίψη για τη συγγραφική ανομβρία που τον βρήκε, σιγά σιγά έσβησε. Στη θύμηση εκείνης της ημέρας κάτι ξαναγεννήθηκε μέσα του. Μπήκε στο μικρό μπαράκι που σύχναζε. Κάθισε στο μπαρ, στη συνηθισμένη θέση του κι ετοιμάστηκε να παραγγείλει στο Στέφανο. Αντί για ‘κεινον όμως πίσω από την πόρτα της κουζίνας ξεπρόβαλλε ένα νέο πρόσωπο. Ένα κορίτσι, ήταν δεν ήταν εικοσιπέντε, με σκούρα μακριά μαλλιά που έφταναν στη λεπτή της μέση, κυματιστά κι ατίθασα. Τα καστανά μάτια της ήταν έτοιμα να πετάξουν σπίθες. Φορούσε μεγάλους, ασημένιους κρίκους στ’ αυτιά ενώ οι ώμοι της ήταν εκτεθιμένοι. Τον χαιρέτησε χαρούμενα και τον ρώτησε τι θα πιει. Της απάντησε και ζήτησε να μάθει για τον Στέφανο.
«Ο Στέφανος έφυγε στο εξωτερικό. Σαράντα χρονών μπάρμαν λέει γίνεται; Δεν γίνεται».
«Δεν γίνεται ε;»
«Άμα γουστάρει ο άνθρωπος όλα γίνονται».
Για έναν παράξενο λόγο ένιωθε το σώμα του ηλεκτρισμένο. Και μόνο η θέα της ήταν ικανή να τον ιντριγκάρει.
«Εσύ; Τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησε με ένα ύφος που του φάνηκε υποτιμητικό. Σα να περίμενε μια κοινότυπη απάντηση που σίγουρα θα σνόμπαρε.
«Είμαι συγγραφέας» 
Η λάμψη των ματιών της τον ερέθισε. 
«Και για ποιους γράφεις;»
Επιτέλους! Μια ερώτηση διαφορετική από εκείνες, τις ανιαρές, τις συνηθισμένες, τις νοσηρά τυπικές. Εκείνες που κάνουν οι άνθρωποι όταν στην πραγματικότητα αδιαφορούν απόλυτα για την απάντηση. 
«Γράφω γι’ αυτούς που ζουν δίπλα μου. Για το Στέφανο, για ‘σενα, για τον άντρα που είδα πριν λίγο να ζητιανεύει έξω από ένα λαμπερό πολυκατάστημα.»
«Τότε λοιπόν θα μου έκανες την τιμή να γίνω αναγνώστριά σου;»
Τα μάτια της γίνονταν σχιστά καθώς του χαμογελούσε και το κόκκινο κραγιόν της ζέσταινε την ψυχή του. 
«Πως σε λένε;»
«Τζέμα». 
Ούτε και στ’ όνομά της δεν βρήκε τίποτα κοινότυπο. Πόσο καιρό άραγε είχε να γνωρίσει τέτοιο πλάσμα; Κι είχε γνωρίσει ποτέ άραγε; Ήπιε το ποτό του και σηκώθηκε όρθιος.
«Πρέπει να φύγω. Αυτό είναι το τηλέφωνό μου».
Έσκισε ένα φύλλο από την ατζέντα του και της το έδωσε.
«Όταν θα έχεις όρεξη να διαβάσεις τηλεφώνησέ μου».
Πήγε στο σπίτι και έγραψε μέχρι το ξημέρωμα.

Περνούσαν οι μέρες και η μορφή της δεν έλεγε να ξεθωριάσει. Αντιθέτως γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Κάθε βράδυ βίωνε το ίδιο βασανιστήριο. Ετοιμαζόταν να φύγει μα όταν έφτανε στην πόρτα μετάνιωνε και επέστρεφε στο δωμάτιό του. Δεν έπρεπε να πάει στο μπαρ. Της έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του, οπότε η εμφάνισή του εκεί θα δήλωνε πίεση. Δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση του αξιοθρήνητου. Μα μήπως δεν ήταν; Κάθε νύχτα να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του με τη σκέψη της και να περνά τις μέρες του με μαύρους κύκλους από την αϋπνία;
Όμως, μέσα σε όλη αυτή την παράνοια συνέβη και κάτι ευχάριστο. Η συγγραφική ανομβρία αποτελούσε πια παρελθόν.  Τα δάχτυλά του πήραν φωτιά, κινούνταν σε ξέφρενο ρυθμό ακολουθώντας πιστά τις εντολές του εγκεφάλου.
«Σκύλα, εσύ το ζήτησες γιατί δεν τηλεφωνείς τώρα;» την έβριζε μα έπειτα από λίγο στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, κοιτώντας τον ουρανό μα βλέποντας τα κατακόκκινα χείλη της.
Ήταν τέσσερεις το ξημέρωμα όταν άκουσε τον χτύπο του τηλεφώνου του. Μόλις είχε ξαπλώσει και κοίταζε τον παγωμένο τοίχο. Ήταν μια νύχτα γεμάτη συγγραφή, εικόνες, χρώματα, οσμές, αγγίγματα. 
«Η νύχτα μου είναι άδεια. Θέλω πολύ να τη γεμίσω διαβάζοντας κάτι δυνατό». Έγραφε το μήνυμα ενώ παρακάτω του έδινε τη διεύθυνση του σπιτιού της.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια τρέχοντας. Βγήκε στην πλατεία και μπήκε σ’ ένα ταξί. Έξω είχε παγωνιά μα το πρόσωπό του έκαιγε. Στ’ αδύναμα χέρια του κρατούσε σφιχτά τα γραπτά του, τόσο που τα τσαλάκωνε. Άραγε θα της άρεσαν όσα έγραφε; Ή μήπως θα τον περιγελούσε; Ήτανε όμορφα ντυμένος; Ήτανε σωστό που έτρεχε κοντά της τέτοια ώρα μ’ ένα μονάχα μήνυμα; Μα γιατί τόση αγωνία; Σκέφτηκε έπειτα. Αυτός δε μαχόταν για το συναίσθημα; Δεν ήταν σκλάβος του; Δε το κατέγραφε; Έπαψε να σκέφτεται κι αποφάσισε να ζήσει. Όχι μέσα από τις λέξεις του, όχι μέσα στις φυλλάδες του. Να ζήσει αληθινά τις στιγμές που έρχονταν.  
Έφτασε στην πόρτα της και τα πόδια του παρέλυσαν. Δεν ήξερε τι να πει, πώς να φερθεί. Δεν ήταν πως δεν είχε πείρα με τις γυναίκες. Μα δεν ήξερε τι να κάνει με τούτη τη γυναίκα. Γιατί ένα πλάσμα όπως η Τζέμα ήταν κάτι που ένας άντρας μια φορά στις χίλιες συναντά.
Άνοιξε την πόρτα φορώντας ένα μακρύ, μαύρο, σατέν νυχτικό με τιράντα. Τα μαλλιά της έπεφταν ξέπλεκα, κυματιστά στους ώμους της. Πίσω από την πλάτη της πρόλαβε να δει μια τεράστια βιβλιοθήκη με εκατοντάδες βιβλία στα ράφια της. Μ’ ένα νεύμα τον έβαλε μέσα στο σπίτι της. Το σαλόνι φωτιζόταν από μεγάλα κεριά. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν δύο ποτήρια με λικέρ και μια πιατέλα με φρούτα. Κάθισαν στον μαύρο καναπέ, με τα λευκά ριχτάρια, βούλιαξαν μέσα στ’ αφράτα μαξιλάρια του και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Του χαμογέλασε δίνωντάς του το ένα ποτήρι. 
«Λικέρ κεράσι, το φτιάχνω με τα χέρια μου».
Την κοίταξε στα μάτια κι έπειτα στα χέρια. Μεγάλα χέρια για γυναίκα, με μακριά δάχτυλα κι ευδιάκριτες φλέβες. Το μεσαίο δάχτυλο κοσμούσε ένα μεγάλο, ασημί, σκαλιστό δαχτυλίδι. Έπιασε το χέρι της και το φίλησε. Ασυναίσθητα, αβίαστα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα ζεστά, σοκολατένια μάτια της καρφώθηκαν μέσα στα δικά του.
«Λοιπόν, τι μου έφερες;»
«Κάτι που ξεκίνησα τον τελευταίο καιρό».
Το βλέμμα της ήταν γεμάτο νόημα, χαμογελούσε, έλαμπε.
«Δεν σε πειράζει να σε αφήσω μόνο για λίγο». 
Πήρε απαλά τις σελίδες και ξεκίνησε να διαβάζει σιγοπίνοντας λικέρ. Εκείνος ένιωσε αμήχανα μα γρήγορα βρήκε το δρόμο του. Πήγε στη βιβλιοθήκη και χάθηκε ανάμεσα σε τίτλους, σε γραμμές, εξώφυλλα. Τόσα πολλά, τόσο αγαπημένα και άλλα άγνωστα σ΄ αυτόν βιβλία. Ξαφνικά την αισθάνθηκε πίσω του. Πόση ώρα είχε περάσει άραγε; Του πήρε το βιβλίο από τα χέρια και το άφησε ευλαβικά σ’ ένα ράφι. Ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του, πλησίασε τα χείλη της στο αυτί του και ψιθύρισε.
«Θέλω να μου κάνεις όσα της έκανε».
Την έστρεψε τότε αργά προς τη βιβλιοθήκη, έπιασε τους καρπούς της και τους ανέβασε πάνω από το κεφάλι της. Μύρισε τα μαλλιά της κι έπειτα έριξε τη νυχτικιά στο πάτωμα αφήνοντάς τη γυμνή μέσα στα χέρια του. Η μυρωδιά των κορμιών τους με τη μυρωδιά των βιβλίων δημιούργησε ένα μίγμα που όμοιό του δεν υπήρχε. Τον εκστασίασε, τον έκανε να χάνει και να βρίσκει τον εαυτό του. Κι εκείνη να τρέμει, εκεί, ανάμεσα σ’ αυτόν και τα βιβλία. 
Οι μέρες κυλούσαν φωτεινές ηλιαχτίδες ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τον έραινε με το άρωμά της, τον ξεδιψούσε με τους χυμούς της και τον έλουζε με έμπνευση. Μια αστείρευτη, χειμαρρώδης, απολαυστική, λυτρωτική έμπνευση κατέκλυσε τις μέρες και τις νύχτες του. Μες τα κεριά της, ανάμεσα στα βιβλία της, πάνω στην αγκαλιά της γεννούσε ιστορίες, έγραφε, έπλαθε, ζούσε ζωές χιλιάδες. Η ενέργεια του ήταν πρωτοφανής, κοιμόταν ελάχιστα, αν ήταν στο χέρι του δε θα κοιμόταν καθόλου. Χαμένος χρόνος. 
Σαν μάγισσα Κίρκη τον κρατούσε στο σπίτι της δίχως να έχει την αίσθηση του χρόνου. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν καθημερινά, έπειτα όμως αραίωσαν. Η απογοήτευση τύλιξε τη μάνα του κι ο απότομος τρόπος του της έκοβε τα φτερά κάθε φορά που λαχταρούσε ν’ ακούσει τη φωνή του. Δε τον ενδιέφερε τίποτα και κανένας. Τόσα χρόνια τον χλεύαζαν που επέλεξε ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό που αγαπούσε κι ήταν σίγουρος πως η αντίρρησή τους υπήρξε κατασταλτικός παράγοντας της έμπνευσής του. Τώρα λοιπόν που ήταν αστείρευτη  δε θα την χαράμιζε για ‘κεινους. Κι όταν το έργο του θα τελείωνε θα τους άφηνε να τον κοιτούν από μακριά. 
«Πρέπει να φύγεις» του ‘πε ένα απόγευμα λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Στόλιζε το σπίτι με χίλια δυο στολίδια, όμορφα και παράξενα όπως εκείνη. Χειροποίητα, γεμάτα ξωτικά και κόκκινες κορδέλες. Κάθισε στο πάτωμα κι άναψε τσιγάρο. Κοίταξε τα μάτια του κι είδε την αντανάκλαση από το φως του υπολογιστή.
«Γιατί;» ψέλλισε αυτός.
«Έρχονται οι γονείς μου για τις γιορτές».
Έκλεισε με δύναμη τον φορητό υπολογιστή, σηκώθηκε όρθιος και βημάτισε νευρικά. Την πλησίασε, κάθισε δίπλα της και την άρπαξε από τα μπράτσα.
«Τι θα κάνω;»
«Τι εννοείς τι θα κάνεις;»
Ο θυμός έκανε μια φλέβα να πετάγεται από το μέτωπό της  ενώ το βλέμμα της σκλήρυνε. 
«Δεν θέλω να φύγω μακριά σου».
«Όλα τα ωραία κρατάνε λίγο».
«Τι θέλεις να πεις;»
«Πως δεν μπορείς να μείνεις εδώ για πάντα. Πήρες αυτό που ήθελες, περάσαμε ωραία, φτάνει τώρα».
Σηκώθηκε όρθιος και βημάτισε ξανά. 
«Δεν μπορεί να το εννοείς».
«Η ζωή είναι εμπειρίες κι εγώ συλλέκτης. Για ‘μενα είναι αδύνατον μια εμπειρία να απαγορέψει όλες τις επόμενες. Θα έπρεπε να το έχεις καταλάβει όλον αυτό τον καιρό»
Μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε. Την κοίταξε για μια στιγμή προτού κλείσει πίσω του την πόρτα, μήπως και δει ένα βλέμμα μετάνοιας, μήπως και κάνει μια κίνηση να τον κρατήσει. Το μόνο που είδε ήταν το χέρι της να τοποθετεί το άστρο στην κορυφή του δέντρου. Τριγύρισε ώρες στην πόλη, με το τσουχτερό κρύο να χτυπάει το πρόσωπό του δίχως να είναι ικανό να τον συνεφέρει. Κοίταξε γύρω του, έψαξε κάπου να βρει παρηγοριά. Μάταια… Όλα έμοιαζαν θλιβερά. Άστεγοι που κοιμούνταν στα παγκάκια, πόρνες που περίμεναν τον επόμενο πελάτη, άνθρωποι που παραμιλούσαν, βρωμιές που είχανε χρόνια να καθαριστούν έκοβαν την αναπνοή του. Όχι, δεν ήταν δυνατόν αυτό να συνέβη σ’ εκείνον. Δεν ήταν δυνατόν τώρα που άγγιξε την μαγεία να τη χάσει έτσι μέσα απο τα χέρια του. Κάτι έπρεπε να κάνει… Δεν μπορούσε να την αφήσει να του φύγει έτσι απλά.
Γύρισε πίσω έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι, να τη διεκδικήσει, στην ανάγκη να την παρακαλέσει. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτε. Ο ήχος μιας μηχανής τον διέκοψε. Σα να του φώναξε: “μη προχωράς άλλο!” Στάθηκε σε μια γωνία κοιτώντας άπραγος. Η Τζέμα κατέβηκε από τη μηχανή και στάθηκε μπροστά στον αναβάτη. Την έπιασε από τη μέση και κατά τη διάρκεια του φιλιού τα χέρια του κατέβηκαν χαμηλά. Μπορεί να τους χώριζε μεγάλη απόσταση μα μπορούσε ν’ ακούσει τις κοφτές της ανάσες. Κυνηγημένος από τον ήχο τους έτρεξε μακριά. Όσο κι αν έτρεχε οι ανάσες συνέχιζαν να του τρυπούν το μυαλό, ο ήχος τους γινόταν όλο και εντονότερος. Κι ύστερα οι ανάσες γίνονταν ψίθυροι και τον περιγελούσαν. 
“Ανόητε. Πίστεψες πως θα σε κράταγε για πάντα κοντά της. Πως μια γυναίκα σαν αυτή θα σου χαριζόταν. Ούτε εκείνη ούτε κι η έμπνευση σου χαρίζονται. Δεν θα τις έχεις ποτέ ξανά. Ποτέ ξανά…”
Οι ανάσες γελούσαν, χόρευαν γύρω του, γίνονταν βογγητά, γίνονταν θόρυβος μηχανής που τρέχει στην άσφαλτο, γίνονταν γέλια γυναικεία. Έκλεινε τ’ αυτιά του μα δεν έλεγαν να σωπάσουν. Το επόμενο πρωί τον βρήκαν σ’ ένα παγκάκι απέναντι από το πατρικό του . Καθόταν με τα χέρια στ’ αυτιά κουνώντας το σώμα του μπρος πίσω. 
“Δε σωπάινουν, δε σωπαίνουν. Κι η έμπνευσή μου φεύγει. Την πήρε αυτή η σκύλα. Μα θα δεις τι θα της κάνω. Θα δεις, θα δεις…”
«Ο γιός της Ελένης» άκουσε γυναικείες φωνές να μουρμουρίζουν κοντά του.
«Αγόρι μου τι συνέβη;»
Χέρια τον έσπρωχναν απαλά, κάποιος κρατούσε τη βαλίτσα του, ανέβαιναν σκαλιά. Μια γνώριμη μυρωδιά χάιδεψε τα ρουθούνια του. Η πόρτα άνοιξε κι η μάνα του σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά και τον αγκάλιασε. 
«Παιδί μου! Τι έπαθες;» 
«Είμαι καλά τώρα μαμά, ησύχασε. Πέρασα μεγάλη ταλαιπωρία. Κατάφερα να ξεφύγω με κόπο. Μα τώρα είμαι καλά. Κι εκείνη η γυναίκα τιμωρήθηκε, την αποκεφάλισαν όπως της άξιζε».


Έπειτα από την εισαγωγή του στο ψυχιατρείο και τακτοποιώντας τα ξεχασμένα πράγματά μέσα από τη βαλίτσα του, η  μάνα του βρήκε ένα χειρόγραφο οι τελευταίες λέξεις του οποίου ήταν : την αποκεφάλισαν όπως της άξιζε.

Σχόλια