Μοναχικές αυλές




Τα παιδιά στέκονταν στο πλάι του δρόμου με το ένα πόδι ακουμπισμένο στο πεζοδρόμιο και τ’ άλλο πάνω στο πετάλι. Συζητούσαν με όλο το πάθος που διέθεταν τα έντεκα τους χρόνια. Καβγάδες σχολικοί, διαφωνίες και φλερτ ήταν όλα όσα τους απασχολούσαν. Χαμογέλασε και θυμήθηκε. Έπειτα μάζεψε το τελευταίο σεντόνι από την απλώστρα και μπήκε ξανά στο σπίτι με μιαν αίσθηση πως κάποιος την κοίταζε έντονα. Όμως στη γειτονιά, εκείνη την ώρα δεν  υπήρχε κανείς άλλος εκτός απ’ τα παιδιά.

Τ’ απόγευμα κάθισε στ’ όμορφο τραπέζι της αυλής και μ’ ένα φλιτζάνι καφέ για παρέα άρχισε να υπολογίζει τα έξοδα του μήνα. Σαν είδε πως πάλι δεν έβγαινε, το άγχος βάλθηκε να την πνίξει. Δεν θα το άφηνε να της κάνει κακό. Άνοιξε τη μεγάλη ξύλινη ντουλάπα με το σκαλιστό έπιπλο και διάλεξε ένα μακρύ καθημερινό φουστάνι. Πήρε στα χέρια της μια ζακέτα γιατί τη νύχτα πια ο καιρός δρόσιζε και κατηφόρισε προς τη θάλασσα. Ευγνωμονούσε το Θεό γι’ αυτό το σπίτι που κληρονόμησε από τους γονείς της. Το έχτισαν με αγάπη στα χρόνια των μεγάλων ερώτων τους. Μια φωλιά μεγάλη, ζεστή, γεμάτη κιμπάρικα έπιπλα και χαλιά έτοιμα να σε κλείσουν στην αγκαλιά τους. Τα βράδια που η μοναξιά γινόταν αβάσταχτη ξάπλωνε πάνω τους κι αφηνόταν στην πλάνη πως την αγκάλιαζε η μάνα της.

Λίγο πριν φτάσει στη θάλασσα είδε εκείνον το γείτονα μες το παλιό αυτοκίνητό του. Έτρεχε πάλι σαν τρελός θαρρείς και κάτι τον κυνηγούσε αυτό τον άνθρωπο, από κάτι ήθελε να ξεφύγει. Έριξε μια ματιά στη στριφνό του πρόσωπο. Δεν μπήκε στον κόπο να τον χαιρετήσει, ήταν μαλωμένος και με την καλησπέρα. Το βλέμμα του άντρα έπεσε πάνω της κι ακούμπησε για λίγο εκεί. Η θάλασσα ήταν ήσυχη, γαλήνια όμως ο ουρανός γεννούσε μαύρα σύννεφα. Άφησε τη βροχή να πέσει στο πρόσωπό της, να το χαϊδέψει, να το δροσίσει. Ενώθηκε με τα δάκρυά της. Έτσι έβρεχε τη μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς της. Από τότε σαν άκουγε τηλέφωνο τη νύχτα το άφηνε να χτυπά, έβγαινε στην αυλή και ρουφούσε το άρωμα από το γιασεμί που ‘χε φυτέψει με τα χέρια της η μάνα της.

Το επόμενο Κυριακάτικο πρωί το σπίτι της μοσχομύρισε τηγανίτες και κανέλα. Γέμισε ένα πιάτο και το πήγε δίπλα, στα κορίτσια. Το ένα δεκαεπτά και τ’ άλλο δώδεκα. Έχασαν κι αυτά τη μάνα τους πριν από δυο χρόνια. Την ευχαρίστησαν, της χαμογέλασαν, την προσκάλεσαν. Ήθελε πολύ να καθίσει μαζί τους όμως σαν εμφανίστηκε ο πατέρας τους στην πόρτα μετάνιωσε κι έκανε μεταβολή να φύγει. Της ήταν αδύνατο να καθίσει στο ίδιο τραπέζι μ’ αυτό τον άνθρωπο. Ένας αγροίκος ήταν, δύστροπος και αγενής. Πονούσε τις κόρες του και προσπαθούσε διακριτικά να τις φροντίζει παλεύοντας να κρατά μια απόσταση. Το “ευχαριστώ” του την ξάφνιασε. Στράφηκε και τον κοίταξε. Το πρόσωπό του είχε μια γλύκα κι έσταξε στην ψυχή της σαν το μέλι που ‘χε ρίξει αργά αργά πάνω στις τηγανίτες. Ώστε υπήρχε ένα ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό του;

Τη Δευτέρα το μεσημέρι επέστρεψε κουρασμένη από τη δουλειά. Τα πόδια της ήταν πρησμένα, τα νεύρα της σπασμένα, τα μάτια της έτοιμα να κλάψουν. Καθόταν στην αυλή με τα πόδια απλωμένα σε μια καρέκλα και τα μάτια κλειστά. Ξαφνικά άκουσε το τρίξιμο της εξώπορτας. Άνοιξε τα μάτια, μάζεψε τα πόδια και πήρε θέση αμυντική. Τι δουλειά είχε εκείνος μέσα στο σπίτι της;

“Τα κορίτσια παρήγγειλαν φαγητό. Πήραν και για ‘σενα.”

Της έτεινε δυο σακούλες. Εκείνη σάστισε μα κάτι έπρεπε να πει.

“Ευχαριστώ πολύ!”

Έσκυψε το κεφάλι.

“Δεν έχω τι να πω”

“Καλή όρεξη”

Να το πάλι εκείνο το αχνό χαμόγελο πάνω στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του.

Περνούσε ο καιρός, τα κορίτσια στη διπλανή αυλή μεγάλωναν, κι αυτή το ίδιο. Μεγάλωνε κι επιβίωνε σ’ έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους απ’ τους οποίους έπρεπε να προστατευτεί, σ’ έναν κόσμο που της επιφύλασσε καθημερινά εκπλήξεις. Κι ήταν μόνη, χωρίς το μητρικό χάδι, χωρίς την πατρική ασφάλεια. Και τότε ήρθε αυτός που άνοιξε τα χέρια του, την έβαλε μέσα κι εκείνη φώλιασε. Αφέθηκε. Κι ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο σφάλμα.

Τις νύχτες της μαγείρευε, της χάιδευε τα πόδια, τη σέρβιρε γλυκό κρασί. Γαλήνευε κι όσο γαλήνευε τόσο πιο βαθιά τον έβαζε στην ψυχή και στο σπίτι της. Ώσπου ένα τηλεφώνημα έκανε πάλι τη σιχαμένη δουλειά. Δολοφόνησε την ευτυχία της. Αυτή τη φορά υπήρξε μάρτυρας μιας συνομιλίας.

“Ναι, μένω εδώ τώρα πια, έφυγα από το σπίτι του φίλου μου. Ναι σου λέω, ζει μόνη, δεν έχει γονείς. Βολεύτηκα. Ούτε νοίκια, ούτε λογαριασμοί. Κι όταν θα βρω δουλειά βλέπουμε.”

Και γέλασε. Το μίσησε το γέλιο του τη μέρα εκείνη. Βγήκε έξω, κατηφόρισε πάλι προς τη θάλασσα, ξάπλωσε στην άμμο κι έκλαψε με λυγμούς, με παράπονο, με θυμό. Γύρισε πίσω στο σπίτι, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε τα φύλλα της ντουλάπας. Είχε μολύνει τη ντουλάπα με τα ρούχα και τα προσωπικά του είδη. Εκείνη την ιερή ντουλάπα που κάποτε φιλοξένησε τα ρούχα των γονιών της. Τόσο πολύ τον αγάπησε που τον ένιωσε οικογένειά της. Τον άκουγε στο βάθος να τη ρωτά τι συμβαίνει μα δεν είχε φωνή να βγάλει, δε μπορούσε ν’ ασχοληθεί ούτε λεπτό μαζί του. Ήταν απόλυτα προσηλωμένη σ’ αυτό που έκανε. Μάζευε ένα ένα τα ρούχα του και τα ‘ριχνε σε βαλίτσες. Τον έδιωχνε αργά και συνειδητά. Τις έκλεισε και βάλθηκε να τοποθετεί τα υπάρχοντά της όπως ήταν και πριν τη δική του παρουσία. Τους έδινε το χώρο τους, δε τα στρίμωχνε πια. Στεκόταν εκεί κι ακόμη της μιλούσε. Την τρέλαινε που παρίστανε τον ανίδεο. Τα χέρια του πήγαν να τη χαϊδέψουν. Έπιασε τους καρπούς του μ’ όλη της τη δύναμη και τους χαμήλωσε μπήγοντας τα νύχια της ώσπου το δέρμα του να ματώσει.

“Φύγε” είπε μονάχα κι ο θρασύδειλος άντρας εξαφανίστηκε.

Ξάπλωσε εκεί, πλάι στη ντουλάπα. Κουλουριάστηκε και ψιθύρισε

“Τους φοβάμαι τους ανθρώπους μαμά”.

Έφτασε Σαββατοκύριακο και κλείστηκε στο σπίτι. Χειμώνας πια. Άναψε το τζάκι και κάθισε εμπρός του. Μόνη, καλύτερα μόνη. Αυτό είχε αποφασίσει την Κυριακή το πρωί που χτύπησε η πόρτα της. Ήταν το μεγάλο κορίτσι από δίπλα. Την προσκάλεσε για καφέ, αρνήθηκε ευγενικά όμως η παράκληση στο βλέμμα της κοπέλας έκαμψε τις αντιστάσεις της. Έναν καφέ, με τους μόνους ανθρώπους που ανησύχησαν για τον εγκλεισμό της στο σπίτι. Ο πατέρας πάντοτε κακόκεφος πότιζε τα λουλούδια μα τα μάτια του ήταν εκεί, πάνω της, μ’ ένα καστανό, κλεφτό βλέμμα. “Όχι, δε μπορεί” σκέφτηκε.

Τη νύχτα τον κοίταζε απ’ το παράθυρό της που κάπνιζε σκεπτικός στην αυλή. Μια παράξενη γοητεία την τύλιξε μα βιάστηκε να την αποκοιμίσει. Μάταια. Ήταν εκεί, μονίμως εκεί. Κάθε μέρα η παρουσία του γινόταν όλο και πιο αισθητή. Ώσπου μια νύχτα άκουσε το τρίξιμο στην πόρτα κι ήξερε πως ήταν αυτός. Του άνοιξε και χωρίς λόγια κι εξηγήσεις έπιασε το πρόσωπό της και το φίλησε. Πρώτα απαλά τα χείλη, έπειτα τα μάτια, χάιδεψε τα μαλλιά, τα έσπρωξε πίσω κι ύστερα κατέβηκε στο λαιμό. Εκεί όλα άλλαξαν. Τα χείλη του σκλήρυναν, τα δόντια συμμετείχαν στην τελετουργία αυτή ώσπου το στόμα της μισάνοιχτο έστειλε μικρούς λυγμούς ευχαρίστησης συναινώντας ολοένα και περισσότερο για τη συνέχεια. Την ξάπλωσε μπρούμυτα και θαύμασε τώρα γυμνή την πλάτη που του γύριζε καθημερινά. Έπεσε πάνω της κι η ένωσή τους έμοιαζε με παραλήρημα, με φλόγα που σιγόκαιγε για χρόνια και τώρα φούντωσε. Ξάπλωσαν πλάι πλάι ώσπου να βρουν την ανάσα τους. Τον παρατηρούσε καθώς έβγαζε τον καπνό του τσιγάρου από τα χείλη του. Σε λίγο το έσβησε κι άρχισε να φιλά τα στήθη της, να χαϊδεύει το κορμί της. Και κράτησε αυτό το χάδι ως το ξημέρωμα που την πήρε στην αγκαλιά του και κόλλησε την πλάτη της στον παγωμένο τοίχο. Δεν θα ξανάβλεπε ποτέ την πλάτη της, τώρα πια μόνο το πρόσωπό της.

Οι μέρες κυλούσαν με μια άλλη ομορφιά, με ένα ενδιαφέρον που έκανε τις καρδιές τους ν’ ανθίζουν. Νυχτερινά σμιξίματα τους καθιστούσαν συνένοχους μιας μυσταγωγίας. Ζούσαν για τα τυχαία αγγίγματα, τα κρυφά βλέμματα, τις πεταχτές κουβέντες όταν δε τους έβλεπε κανείς. Ξαφνικά η ζωή τους χαμογέλασε, τους έδειξε το γλυκό της πρόσωπο και πέταξε τη μισητή μάσκα του θανάτου.

Ήταν μια νύχτα σαν όλες τις άλλες. Σχόλασε στις εννέα κι ανυπόμονη γύριζε στο σπίτι με τη συγκοινωνία. Ακουμπούσε κουρασμένα το κεφάλι της πάνω στο τζάμι του αστικού λεωφορείο. Άκουγε γύρω της φωνές. Κάποιοι καβγάδιζαν για μια θέση, άλλοι ζητούσαν λίγο χώρο να περάσουν και να χτυπήσουν το εισιτήριο τους, μα οι περισσότεροι αντάλλασσαν νέα και προβληματισμούς. Κατέβηκε χαμένη στις σκέψεις της. Απόψε θα του μαγείρευε το αγαπημένο του φαγητό. Άραγε είχε όλα τα υλικά; Μήπως ξέχασε ν’ αγοράσει κάτι; Άκουσε πίσω της βήματα όμως δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε το δρόμο της όμως μια κουβέντα την έκανε να παγώσει.

“Αυτή είναι. Βλέπεις τι κομμάτι πηδούσα; Μα είναι λιγάκι ζόρικη”

Έκανε να τρέξει αλλά την άρπαξαν από τα μπράτσα και την έχωσαν σ’ ένα μικρό έρημο πάρκο. Ανάμεσα σε θάμνους και παχιά φυλλώματα ξέσκισαν τα ρούχα της κι έπεσαν πάνω της. Σ’ ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου μια γυναίκα άκουσε την παράκλησή της.

“Που να μπλέκω τώρα” μουρμούρισε και κλείδωσε τις μπαλκονόπορτες.

Λίγο πριν γίνει το κακό άκουσε ένα γνωστό θόρυβο, εκείνον που κάνουν τα παλιά αμάξια όταν τρέχουν. Ούρλιαξε τ’ όνομά του με όλη της τη δύναμη. Της έκλειναν το στόμα, τους δάγκωνε τα χέρια και ούρλιαζε ξανά. Το αμάξι πλησίαζε, το άκουγε πως πλησίαζε κι όσο έφτανε τόσο οι ελπίδες της αναπτερώνονταν. Τα φώτα του έφεγγαν στο σκοτεινό πάρκο και λίγο πριν γίνει το κακό οι δυο άντρες το έβαλαν στα πόδια. Ο ένας έφυγε μακριά όμως ο άλλος, εκείνος που βάλθηκε να της διαλύσει τη ζωή δεν πρόλαβε. Το αυτοκίνητο τον χτύπησε με δύναμη σκοτώνοντάς τον ακαριαία.

«Στιγμή δεν θα σ’ αφήσω. Και τα κορίτσια σου δικά μου, θα τα μεγαλώσω με την αγάπη μου» του υποσχέθηκε λίγο πριν τα κάγκελα της φυλακής τον κλείσουν μέσα τους.

Σχόλια