Μοναχικές αυλές
Τα παιδιά στέκονταν στο πλάι του δρόμου με το ένα πόδι ακουμπισμένο στο πεζοδρόμιο και τ’ άλλο πάνω στο πετάλι. Συζητούσαν με όλο το πάθος που διέθεταν τα έντεκα τους χρόνια. Καβγάδες σχολικοί, διαφωνίες και φλερτ ήταν όλα όσα τους απασχολούσαν. Χαμογέλασε και θυμήθηκε. Έπειτα μάζεψε το τελευταίο σεντόνι από την απλώστρα και μπήκε ξανά στο σπίτι με μιαν αίσθηση πως κάποιος την κοίταζε έντονα. Όμως στη γειτονιά, εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός απ’ τα παιδιά. Τ’ απόγευμα κάθισε στ’ όμορφο τραπέζι της αυλής και μ’ ένα φλιτζάνι καφέ για παρέα άρχισε να υπολογίζει τα έξοδα του μήνα. Σαν είδε πως πάλι δεν έβγαινε, το άγχος βάλθηκε να την πνίξει. Δεν θα το άφηνε να της κάνει κακό. Άνοιξε τη μεγάλη ξύλινη ντουλάπα με το σκαλιστό έπιπλο και διάλεξε ένα μακρύ καθημερινό φουστάνι. Πήρε στα χέρια της μια ζακέτα γιατί τη νύχτα πια ο καιρός δρόσιζε και κατηφόρισε προς τη θάλασσα. Ευγνωμονούσε το Θεό γι’ αυτό το σπίτι που κληρονόμησε από τους γονείς της. Το έχτισαν με αγάπη ...