Το παγκάκι στον Θερμαϊκό
Χρόνια τώρα στέκομαι κι ατενίζω τον Θερμαϊκό. Πότε γαλήνιος κι ακύμαντος, πότε ανταριασμένος και φουσκωμένος. Έχει περάσει από μπροστά μου ολάκερος ο πληθυσμός της πόλης. Κάθονται πάνω μου να ξαποστάσουν, να ρεμαβάσουν, να γαληνέψουν, να κλάψουν, να γελάσουν, να ξεστομίσουν μυστικά και ψιθύρους. Τα έχω ακούσει και τα έχω δει όλα! Ναι, σωστά θα κατάλαβες. Είμαι ένα παγκάκι. Ένα ξύλινο παγκάκι τοποθετημένο από τους εργάτες του Δήμου. Μπογιατισμένο με κόκκινο χρώμα και περασμένο με βερνίκι. Δεν μ’ αλλάζουν μ’ ένα νεότερο, όσο γέρικο κι αν είμαι. Λένε πως ο Δήμος δεν έχει χρήματα, όπως και όλη η χώρα. Ξοφλήσαμε λένε, χρεοκοπήσαμε και δεν το ξέρουμε. Σήμερα θέλησα να μιλήσω για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ εσένα. Να σου πω πως όσο παράξενο και ν’ ακούγεται, τους ανθρώπους τους πονάω, ζω μαζί τους λύπες και χαρές. Ήμουν πολύ νέος την πρώτη φορά που έκλαψα για κάποιον. Ήταν μια νύχτα, λίγο καιρό αφού με είχαν τοποθετήσει στη θέση μου, όταν είδα να με πλησιάζει ένα νέο παλικάρι...