Έχει ο Θεός

Οι άνθρωποι περπατούσαν με βιαστικό βηματισμό μέσα στο πρωινό κρύο. Η βασανιστική υγρασία της Θεσσαλονίκης τους τρυπούσε γι' ακόμη μια μέρα τα κόκκαλα. Μα δε βαριέσαι… Μια συνήθεια ήταν κι αυτή. Οι προορισμοί εκατοντάδες. Εργασία, δημόσιες υπηρεσίες, καφέ με φίλους σε κάποιο στέκι, τζόκινγκ στην παραλία, συνεντέυξεις για δουλειά, συνταξιούχοι σε προποτζίδικα και καφενεία, γυναίκες μακιγιαρισμένες που έτρεχαν να προλάβουν το ραντεβού τους σε σπα και κομμωτήρια. Όλοι είχαν έναν σκοπό εκείνο το πρωί. Και η γιαγιά Ελένη είχε τον δικό της.
Ξύπνησε όπως πάντα στις οκτώ. Έψησε τον καφέ του άντρα της, του φρυγάνισε δυό φέτες ψωμί και τις σέρβιρε με βούτυρο και μέλι. Ήπιε τον ελληνικό της κι έφαγε ανόρεχτα λίγες μπουκιές ψωμί. Έριξαν μια ματιά στα νέα της ημέρας. Κομμένες συντάξεις, πορείες, απολύσεις, ατυχήματα και για το τέλος του δελτίου ένας νεαρός Έλληνας αθλητής που κατέκτησε μια σπουδαία νίκη στο εξωτερικό.
“Είδες το παλικάρι γυναίκα; Στην ηλικία της εγγονής μας. Χαράμι αυτά τα παιδιά…”
Έσκυψε το κεφάλι της στο πλάι, να του κρύψει τα δάκρυά της. Χρόνια τώρα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του. Η φροντίδα και η αγάπη της την ανάγκαζε τις περισσότερες φορές να παίζει θέατρο. Του απέκρυπτε πάντα δυσάρεστες ειδήσεις και φρόντιζε με μαεστρία αξιοθαύμαστη να ηρεμεί τα πνεύματα και ν’ απομακρύνει τις εντάσεις.
Φόρεσε το παλτό και τα παπούτσια της, πέρασε την τσάντα στον ώμο κι άνοιξε την πόρτα. 
“Όπως είπαμε Στεφανή ναι; Πάω στο γιατρό για τα φάρμακά σου. Αν αργήσω μην ανησυχήσεις. Ξέρεις τι κόσμο έχει κάθε φορά. Ότι και να χρειαστείς, πάρε τηλέφωνο κάποιο από τα παιδιά”.
“Αμάν βρε γυναίκα με την ανησυχία σου. Μια χαρά θα είμαι, πήγαινε στο καλό”.
Τα λόγια της κόρης της ακόμη βούιζαν στ’ αυτιά της κι επαναλαμβάνονταν τώρα σε κάθε βήμα της. Ήταν ένα πρωί, μια βδομάδα νωρίτερα που την άκουσε τυχαία να μιλάει στο τηλέφωνο.
“Τι να σου πω Έλσα μου; Περνάμε πολύ δύσκολα. Ο Αντρέας κάνει μεροκάματα τα οποία πλέον είναι ανάρπαστα. Κι εγώ καθαρίζω ένα σπίτι δυό φορές την εβδομάδα. Η Μίνα, το κορίτσι μου, τη φετινή χρονιά την περνάει δίχως θέρμανση. Μετά βίας μας φτάνουν για το νοίκι. Δουλεύει σ’ ένα καφέ τα Σαββατοκύριακα, μα βγαίνει ιατρική κάτω από τέτοιες συνθήκες; Δεν βγαίνει. Γι’ αυτό σου λέω, αν ακούσεις για καμιά δουλειά πες το μου σε παρακαλώ”.
Ο κόσμος χάθηκε για μια στιγμή γύρω της. Μα είχε μισήσει προ πολλού τη μεμψιμοιρία στη ζωή της. Ήταν φτιαγμένη για να βρίσκει λύσεις. Έτσι πορεύτηκε κι έτσι πέτυχε όλους τους στόχους της.
Κατηφόριζε στην Αγίας Σοφίας παρατηρώντας γύρω της τον κόσμο. Όλοι χαμένοι στις δικές τους σκέψεις,θλιμμένοι, με ώμους γυρτούς και σκυφτό κεφάλι. Ξαφνικά, ένιωσε μια έντονη επιθυμία να τους αρπάξει έναν έναν, να τους τραντάξει και να φωνάξει δυνατά πως η ζωή είν΄ όμορφη, όσα εμπόδια κι αν βάζει. “Κι εγώ πόνεσα, στερήθηκα, μα δεν με πήρε από κάτω” ήθελε να τους πει. Ο κόσμος σήμερα από κάπου περίμενε να πιαστεί μα δεν είχε καταλάβει πως τη χαρά του τη γεννά μονάχος του ο άνθρωπος.
Μπήκε στο ενεχυροδανειστήριο. Ευτυχώς, τα χρήματα που της έδιναν θα επαρκούσαν για το σκοπό που τα χρειαζόταν. Ήταν κοσμήματα συναισθηματικής αξίας μα υπάρχουν συναίσθηματικές αξίες σπουδαιότερες. Το ίδιο απόγευμα επισκέφθηκε την κόρη της για τον καθιερωμένο καφέ τους. Προτού φύγει έβγαλε από την τσάντα της έναν φάκελο. 
“Αύριο που θα πάτε στο παιδί θέλω να του δώσεις αυτό σε παρακαλώ. Μη ρωτάς και μη ζητάς να μάθεις τι είναι”.
Το νεαρό κορίτσι άνοιξε το φάκελο αφού έφυγαν οι γονείς της, όπως της ζήτησε η μητέρα της. Καθισμένη στον καναπέ που τις νύχτες γινόταν το κρεβάτι της, μες τη μικρή, παγωμένη γκαρσονιέρα έλαβε ένα μήνυμα ζωής. Ήταν ένας μικρός πάκος με χαρτονομίσματα, τυλιγμένος μ΄ ένα σημείωμα.
“Αυτά είναι για να ζεσταθείς και ν’ αγοράσεις τρόφιμα. Πάρε κι από ‘κεινα τα γεμιστά κρουασάν από το φούρνο που τ’ αγαπάς.
Θέλω μόνο από 'σενα: 
Να μη το βάζεις κάτω.
Να ‘χεις πείσμα.
Να γελάς.
Κι έχει ο Θεός”.


Γράφει η Φρόσω Αποστόλου


Σχόλια