Τότε
Τα γέλια τότε ήταν αληθινά. Έβγαιναν μέσα από ψυχές. Κελαρυστά ανέβλυζαν από τα χείλη. Εισέβαλλαν μέσα στα σπίτια μας από διπλανά μπαλκόνια, πάρκα, καφετέριες. Τώρα γελάμε και μας φαίνεται παράξενο. “Πόσο καιρό είχα να γελάσω μέχρι δακρύων;” Αναρωτιόμαστε.
Τότε τα γλέντια ήταν συχνά. Στήναμε γιορτές από το τίποτε. Θα πάμε εδώ, θα πάμε εκεί. Γιορτάζει, γέννησε, παντρεύεται, πήρε πτυχίο…
Τώρα οθόνες υπολογιστών κατακλύζουν τις ζωές μας, τα πρόσωπα μετατράπηκαν σε χαμογελαστές φωτογραφίες κι εμείς μέσα από μια κλειδαρότρυπα γίναμε θλιμένοι κατάσκοποι. Φοβόμαστε το τηλεφώνημα, η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μας τρομάζει, μας αγχώνει. Τηλεφωνούμε και νιώθουμε πως ενοχλούμε τον άλλο, χωρίς αυτός να μας δώσει τέτοια εντύπωση. Είναι που χάσαμε το αίσθημα του αυθόρμητου, που χτίσαμε ένα αόρατο τείχος ανάμεσα στα σπίτια και τις καρδιές μας. Τότε χτυπούσαμε θυροτηλέφωνα.
“Ν’ανέβω για καφέ;”
Τώρα που είναι άραγε οι φίλοι μας; Μετατράπηκαν σε όμορφες αναμνήσεις κι έγιναν οι γνωστοί μας;
Τότε τ’ αγγίγματα ήταν πρωτόγνωρα, η ανακάλυψη του έρωτα ήταν αυθεντική κι όχι απομίμηση φθηνής πορνοταινίας.
Τότε ξενυχτούσαμε με το ακουστικό στ’ αυτί.
Αποκοιμόμασταν με το βιβλίο στο χέρι.
Αφήναμε τα παιδιά μας να τρέχουν σε πάρκα και αλάνες, δεν τα αποχαυνώναμε μπροστά σε χρωματιστές φιγούρες που τρέχουν μέσα σ’ένα άψυχο αντικείμενο.
Τότε νιώθαμε. Τώρα δειλιάζουμε.
Θέλουμε να ζήσουμε μα φοβόμαστε και τελικά κοιτάζουμε τη ζωή να φεύγει, να γλιστράει σα την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλά μας, να πετάει μακριά σαν παραπονιάρικο πουλί.
Τα καλοκαίρια κοιτάζουμε αυτούς τους λίγους που ανάβουν φωτιές στην άμμο και τους ζηλεύουμε. Ύστερα γυρίζουμε πλευρό κι ονειρευόμαστε εκείνη τη ζωή που δεν τολμάμε να ζήσουμε.
~Φρόσω Αποστόλου~
Τότε τα γλέντια ήταν συχνά. Στήναμε γιορτές από το τίποτε. Θα πάμε εδώ, θα πάμε εκεί. Γιορτάζει, γέννησε, παντρεύεται, πήρε πτυχίο…
Τώρα οθόνες υπολογιστών κατακλύζουν τις ζωές μας, τα πρόσωπα μετατράπηκαν σε χαμογελαστές φωτογραφίες κι εμείς μέσα από μια κλειδαρότρυπα γίναμε θλιμένοι κατάσκοποι. Φοβόμαστε το τηλεφώνημα, η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μας τρομάζει, μας αγχώνει. Τηλεφωνούμε και νιώθουμε πως ενοχλούμε τον άλλο, χωρίς αυτός να μας δώσει τέτοια εντύπωση. Είναι που χάσαμε το αίσθημα του αυθόρμητου, που χτίσαμε ένα αόρατο τείχος ανάμεσα στα σπίτια και τις καρδιές μας. Τότε χτυπούσαμε θυροτηλέφωνα.
“Ν’ανέβω για καφέ;”
Τώρα που είναι άραγε οι φίλοι μας; Μετατράπηκαν σε όμορφες αναμνήσεις κι έγιναν οι γνωστοί μας;
Τότε τ’ αγγίγματα ήταν πρωτόγνωρα, η ανακάλυψη του έρωτα ήταν αυθεντική κι όχι απομίμηση φθηνής πορνοταινίας.
Τότε ξενυχτούσαμε με το ακουστικό στ’ αυτί.
Αποκοιμόμασταν με το βιβλίο στο χέρι.
Αφήναμε τα παιδιά μας να τρέχουν σε πάρκα και αλάνες, δεν τα αποχαυνώναμε μπροστά σε χρωματιστές φιγούρες που τρέχουν μέσα σ’ένα άψυχο αντικείμενο.
Τότε νιώθαμε. Τώρα δειλιάζουμε.
Θέλουμε να ζήσουμε μα φοβόμαστε και τελικά κοιτάζουμε τη ζωή να φεύγει, να γλιστράει σα την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλά μας, να πετάει μακριά σαν παραπονιάρικο πουλί.
Τα καλοκαίρια κοιτάζουμε αυτούς τους λίγους που ανάβουν φωτιές στην άμμο και τους ζηλεύουμε. Ύστερα γυρίζουμε πλευρό κι ονειρευόμαστε εκείνη τη ζωή που δεν τολμάμε να ζήσουμε.
~Φρόσω Αποστόλου~
Πόσο δίκιο έχεις! Φροσω γράφεις υπέροχα, μπράβο σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή