Το φως γεννιέται απ' το σκοτάδι

Σκοτάδι. Μαύρο. Πυκνό. Ανυπόφορο. Ήθελε να ουρλιάξει, μα η φωνή της άφαντη. Ήθελε κάτι να δει, ένα χρώμα, ένα λουλούδι, τον ουρανό ή τη θάλασσα. Αδύνατον. ‘Κείνο το σκοτάδι την περικύκλωνε καιρό τώρα, κράταγε σφιχτά το κορμί της στην αγκαλιά του, της ψιθύριζε σιγανά στ’ αυτί: «Εδώ είμαι, δε θα φύγω ποτέ». Κι εκείνη το πίστευε, του παραδινόταν αμαχητί. Πέρασαν έξι μήνες που την έδιωξαν απ’ τη δουλειά. Ξαφνικά. Αιτία; Αυτή που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα της τα τελευταία χρόνια. Βούλιαζε μέρα με τη μέρα. Γεννιόταν απόγνωση πίσω από κάθε νέα απόρριψη. Τα παρήγορα λόγια της μάνας της έβρισκαν πάνω σε τοίχο.
Κι άρχισε να ‘ναι ένα με το σπίτι,κομμάτι του, έπιπλο του.
 
Νόημα για ζωή δεν έβρισκε πουθενά, σκέψη με χρώματα λευκά είχε να κάνει μήνες. Ντύθηκε με πίκρα κι απογοήτευση και δε ξανάβγαλε τ’ άσχημα αυτά ρούχα. Ένας ήχος έφτανε από μακριά. Αδιάφορος ο προορισμός του μα την ενοχλούσε καθώς ξάπλωνε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Μα την αλήθεια τι επίμονος ήχος! Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε η μάνα της. Την κοίταξε θλιμμένα κι αυτή δεν είδε πως το άλλοτε φρέσκο της πρόσωπο ήτανε τώρα σκυθρωπό και ρυτιδιασμένο.
 «Για ΄σενα είναι» .Της έδωσε τη συσκευή του τηλεφώνου κι έφυγε. Ω Θεέ μου! Πως θα μιλούσε τώρα; Δεν είχε διάθεση, δεν είχε φωνή! Κι αν ήταν για δουλειά; «Ναι, ποιος είναι;»
Μια θαλπωρή την τύλιξε, μια ζεστασιά, θύμησες καλές ήρθανε στο μυαλό της και γλύκαναν την ψυχή της.
«Εσύ; Πως;»
«Γύρισα»
 Δυο ώρες αργότερα στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού. Όμορφη, λαμπερή, μ’ εκείνη την παιδική αθωότητα στα μάτια. Χίμηξε στην αγκαλιά της. Πρώτη φορά έπειτα από τόσο καιρό ένιωσε έστω και λίγο ζωντανή, η παρουσία της έγινε κινητήριος δύναμη και σήκωσε την άρρωστη ψυχή της από το κρεβάτι. Κάθισαν στο μπαλκονάκι και πιασμένες χέρι χέρι μιλούσαν με το στόμα και τα μάτια. Αν τις έβλεπε κανείς θα ‘λεγε πως ήταν φοβισμένες, μη τυχόν και χάσει η μια την άλλη. Ήταν ο καθρέφτης των παιδικών της χρόνων. Στο χαμόγελό της αντικατοπτρίζονταν μυριάδες παιχνίδια και σκανταλιές κι όλα τα σχέδια που έκαναν από κοινού. Κι ύστερα μια μέρα της έφυγε, ξενιτεύτηκε για να σπουδάσει στην Αγγλία.
 «Άλλαξαν τα μάτια σου. Τα κέρδισε η θλίψη… Μα τώρα που ήρθα όλα θ’ αλλάξουν, θα δεις»
Δε την πίστευε ,απ΄ αγάπη το ‘λεγε ,η αγάπη την έκανε ενθουσιώδη και νόμιζε πως θ’ αλλάξει μια κατάσταση μη αναστρέψιμη. Μα απ’ την επόμενη κιόλας μέρα σήκωσε τα μανίκια κι έπιασε δουλειά . «Θα με βοηθήσεις να διαλέξουμε έπιπλα για το νέο μου σπίτι;»
 «Ξέρεις πως το θέλω μα δε μπορώ. Τα πόδια μου δε με βαστούν, ο ήλιος μ' ενοχλεί, δε γίνεται να βγω απ’ το σπίτι»
 «Πώς να βγεις στο φως έπειτα από τόσο σκοτάδι;» αναρωτήθηκε σιωπηλά.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με επιχειρήματα και παρακάλια πέρασε την εξώπορτα κι άρχισε να λαμβάνει τη ζωή που της μετάγγιζε. Μια μέρα καθώς τοποθετούσαν τα τελευταία έπιπλα, ένας αχθοφόρος από την εταιρεία μεταφορών κι ενώ είχε κουβαλήσει μια ντουλάπα μονάχος ,σκόνταψε κι έπεσε. Τότε ξέσπασε σε γέλια. Και μαζί του οι κοπέλες. Αμέσως κοιτάχτηκαν. Είχε γελάσει; Είχε στ' αλήθεια καταφέρει να γελάσει;
 Καφές κάτω από τον ήλιο με θέα την παραλιακή, βόλτες στο βουνό, γυμναστική, ταινίες ,μουσική. Ήταν λες κι η φίλη της ορειβατούσε σ’ ένα ψηλό βουνό και την έδεσε πάνω της για να δουν μαζί την κορυφή. Μήνες αργότερα όταν ένιωσε την ψυχή της ανάλαφρη είδαν στ’ αλήθεια τη θέα από την κορυφή. Ένας ολόλαμπρος, χαμογελαστός ήλιος τις χαιρετούσε. «Αυτό είναι! Βρήκα το φως που αναζητούσα κάποτε μες το πυκνό σκοτάδι! Και η αιτία είσαι εσύ…»


 ~Αποστόλου Φρόσω~

Σχόλια

  1. «Αυτό είναι! Βρήκα το φως που αναζητούσα κάποτε μες το πυκνό σκοτάδι! Και η αιτία είσαι εσύ…» Τι ωραίο τέλος!!! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ'ευχαριτώ πολύ Χαρά μου, χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα βιβλία των παιδικών μας χρόνων