Όνειρο θερινής νυκτός


Τα ξύλινα σπίτια στέκονταν πλάι πλάι δυο δεκαετίες. Έτσι μεγάλωσαν κι εκείνοι, ο ένας δίπλα στον άλλο. Μέσα στις κούνιες, μωρά τους πήγαν εκεί οι γονείς και τα βρεφικά ρουθούνια γέμιζαν θαλασσινή αύρα. Όλα τα καλοκαίρια τους ήταν δεμένα, οι αναμνήσεις τους χόρευαν αντάμα, τα μάτια τους αντίκριζαν την ίδια θέα. Τις πρώτες βουτιές τις έκαναν αφημένοι στην ασφάλεια των χεριών των πατεράδων τους. Δε χρειαζόταν ν’ ανησυχούν για τίποτε. Ότι και να συνέβαινε αυτά τα χέρια θα φρόντιζαν για τη σωτηρία τους. Φυσούσαν τα μικροσκοπικά τους πρόσωπα κι ύστερα τα βουτούσαν κάτω από το νερό. Έτσι μάθανε να κρατούν την ανάσα τους.
Οι πρώτες βόλτες με το ποδήλατο ήταν γεμάτες φόβο κι αγωνία. Όταν πήραν τη μεγάλη απόφαση ν’ αφαιρέσουν τις βοηθητικές ρόδες έκλαψαν και γέλασαν πολύ. Μια μέρα, εκείνη έπεσε και μάτωσε τα γόνατά της. Τα μάτια της έτσουζαν, ήθελε τόσο πολύ να κλάψει… Μα όχι μπροστά του. Τα καστανά μαλλιά της έκρυβαν το γαλάζιο των ματιών της και τις χάντρες που ήθελαν να τρέξουν από μέσα τους. Εκείνος έσπρωξε τα μαλλιά της πίσω και την αγκάλιασε. «Πονάς, μα έτσι θα μεγαλώσεις». Ύστερα πήρε ένα βρεγμένο πανί και καθάρισε απαλά τις πληγές της. Μακάρι να μπορούσε να το κάνει για πάντα…
Στην εφηβεία κατάλαβαν πως κάτι παράξενο συνέβαινε. Κάθε φορά που συναντούσαν ο ένας τον άλλο οι καρδιές τους έπαιζαν μια όμορφη και συγχρόνως βασανιστική μουσική. Τα πρώτα αγγίγματα, η προσωπική τους Άνοιξη. Τα πρώτα φιλιά, λόγος ύπαρξης. Τη νύχτα που έκαναν έρωτα τ’ αστέρια ολόγυρα ζήλεψαν το σμίξιμό τους.
«Σ’ αγαπώ» ψιθύριζαν και τους άκουγαν η θάλασσα και τα ξύλινα σπίτια. Όλος εκείνος ο ιερός τόπος που φιλοξενούσε τις στιγμές τους, αφουγκραζόταν τώρα κάθε λέξη, ρουφούσε κάθε στάλα ιδρώτα, κατάπινε κάθε δάκρυ, ένιωθε κάθε ρίγος.
Την επόμενη χρονιά, λίγο πριν τα δεκαεννιά τους χρόνια συνέβη ‘κεινο το αναπάντεχο, ‘κεινο που έρχεται κι αλλάζει τις ζωές, που τις οδηγεί σε άλλες κατευθύνσεις. Όλες οι ενδείξεις έδειχναν πως ο καρπός του έρωτά τους στεγάστηκε στα σπλάχνα της. Έκλαιγε απαρηγόρητη ώσπου αυτός πήρε πάλι εκείνο το υγρό πανί που ‘χε κρυμμένο στην καρδιά του για χάρη της και σκούπισε τις πληγές της. Τα δάκρυα της έπαψαν όταν την καθησύχασε πως το παιδί θα μεγάλωνε μαζί τους όσο όμορφα μεγάλωσαν κι οι ίδιοι. Θα δούλευε και δεν θα επέτρεπε να τους λείψει τίποτε. Θα εγκατέλειπε τις σπουδές του όμως το πλάσμα που θα γεννιόταν απ’ την αγάπη τους θ’ απολάμβανε όλα τ’ αγαθά που απόλαυσαν κι αυτοί, εκείνα που καμιά σχέση δεν είχαν με την ύλη.
Στήθηκε μεγάλο τραπέζι. Μαγείρεψαν οι δυο τους. Με μεράκι και χαμόγελο έστησαν μια μικρή γιορτή για ν’ ανακοινώσουν στους γονείς την ευχάριστη αλλαγή στη ζωή τους. Ετοίμαζε ένα πιάτο όταν πήγε πίσω της και την αγκάλιασε χαϊδεύοντας την κοιλιά της.
«Σας αγαπώ» ψιθύρισε στ’ αυτί της κι η ψυχή της γέμισε από ευτυχία και σιγουριά.
Τα φαγητά ήταν εξαιρετικά και οι γονείς παίνεψαν τα παιδιά για τις ικανότητές τους. Το νέο ανακοινώθηκε με αμηχανία και φόβο μα με χαμόγελο και μάτια που έλαμπαν. Οι πρώτες αντιδράσεις μαζί μ’ ένα σκοτείνιασμα τ’ ουρανού προμήνυαν την καταστροφή. Τα λόγια μπερδεύτηκαν, οι άνθρωποι ξέχασαν ποιοι ήταν και ποιον είχαν απέναντί τους. Η φιλία τους διαγράφηκε με μιας από τη μνήμη, μονάχα μια άτιμη τιμή την οποία έπρεπε πάση θυσία να υπερασπιστούν θόλωσε το μυαλό τους. Οι λέξεις έστησαν το θανατερό χορό τους ώσπου δεν είχαν άλλο κακό να κάνουν. Τώρα τα χέρια με μανία χτυπούσαν γροθιές. Εκείνη κοίταζε σαστισμένη. Έπρεπε να σώσει την αγάπη της από τη μανία του πατέρα της. Δίχως να το σκεφτεί μπήκε στη μέση να τους χωρίσει.
Μια θάλασσα με πεντακάθαρα νερά κι εκείνοι μάθαιναν κολύμπι στο παιδί τους. Χαμογελούσαν ευτυχισμένοι, το μωρό τους ήταν όμορφο κι έμοιαζε σ΄ εκείνον. Ένιωθε μια γαλήνη, μια ανακούφιση. Κάτι ζεστό κυλούσε πάνω στα πόδια της... Πως ήταν δυνατό; Εκείνη βρισκόταν μέσα στη θάλασσα. Άνοιξε τα βλέφαρα κι ένα ενοχλητικό φως χτύπησε στα μάτια της. Ένας γιατρός και μια νοσοκόμα ανήσυχοι περιεργάζονταν το σώμα της.
«Το ‘χασε το παιδί. Δεν υπάρχει ελπίδα».

Φρόσω Αποστόλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα βιβλία των παιδικών μας χρόνων